Γκάμπριελ, Πίτερ — (Peter Gabriel, Κόμπχαμ, Σάρεϊ 1950 –). Άγγλος τραγουδιστής της ποπ και μουσικός, συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και μουσικός παραγωγός. Ένας μοναδικός συνδυασμός ταλέντου, ευφυΐας και κοινωνικής ευαισθησίας έχει αναδείξει τον Γ. σε μία από… … Dictionary of Greek
Κινκς — (The Kinks). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1963 στο Λονδίνο από τα αδέλφια Ρέι (τραγούδι και κιθάρα, 1944 –) και Ντέιβ (κιθάρα και πλήκτρα, 1947 –) Ντέιβις, με τον Πίτερ Κουέιφ στο μπάσο και –αφού προηγήθηκαν κάποιοι… … Dictionary of Greek
κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… … Dictionary of Greek
Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το … Dictionary of Greek
Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… … Dictionary of Greek